- παραγωγικός
- -ή, -ό [παραγωγή]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παραγωγή2. κατάλληλος, πρόσφορος για παραγωγή, αποδοτικός (α. «παραγωγική επιχείρηση» β. «παραγωγική εργασία»)3. φρ. α) «παραγωγικές δυνάμεις»(οικον.) οι δυνάμεις που αποτελούν διαρκή στοιχεία τής κοινωνικής οικονομίας και συντελούν στη διατήρηση, ανανέωση και αύξηση τού εθνικού πλούτουβ) «παραγωγικές σχέσεις»(κοινων.) μία από τις βασικότερες έννοιες τής μαρξιστικής κοινωνιολογίας που εκφράζει τις υπάρχουσες σε κάθε κοινωνία αντικειμενικές σχέσεις τών ανθρώπων οι οποίες διαμορφώνονται στη διαδικασία παραγωγής τού κοινωνικού προϊόντος και τής ανταλλαγής και κατανομής τών υλικών αγαθώνγ) «παραγωγική δραστηριότητα»(οικον.) ο βαθμός απασχόλησης τής παραγωγικής δυναμικότητας μιας επιχείρησης, ενός κλάδου ή ενός τομέαδ) «παραγωγική δυναμικότητα»(οικον.) η μέγιστη ικανότητα που διαθέτει μια εκμετάλλευση, ένας κλάδος ή ένας τομέας να παράγει, μέσα σε ορισμένο χρονικό διάστημα, μια ποσότητα προϊόντωνε) «παραγωγική μέθοδος»(λογ.-φιλοσ.) η εφαρμοζόμενη μέθοδος κατά τη συγκρότηση και την έκθεση ενός κλειστού συστήματος που στηρίζεται στον εαυτό του, η οποία συνίσταται στη διατύπωση ενός αριθμού αξιωμάτων, ορισμών ή αυτονόητων αιτημάτων, που αποτελούν την αφετηρία μιας σειράς λογικά αλληλένδετων προτάσεων, όπου η προηγούμενη παράγει την επόμενη ως αναγκαία ακολουθία της, αλλ. απαγωγική μέθοδοςστ) «παραγωγικό αγαθό» — το υλικό αγαθό που χρησιμοποιείται για την παραγωγή άλλων αγαθώνζ) «παραγωγικός συνεταιρισμός» — συνεταιρισμός που αποσκοπεί στη συνένωση παραγωγών ενός προϊόντος ή μιας κατηγορίας προϊόντων ώστε να βελτιωθεί η παραγωγή και να πωλούνται τα προϊόντα τους με πιο συμφέροντες όρουςη) «παραγωγικός συλλογισμός»(λογ.) συλλογισμός που προχωρεί από γενικές κρίσεις σε μερικέςθ) «παραγωγικό αποτέλεσμα» — η ποσότητα παραγωγής που προέρχεται από τη χρησιμοποίηση μέσων όπως είναι οι ποσότητες συντελεστών τής παραγωγής, οι ώρες λειτουργίας τών παραγωγικών μηχανημάτων, οι ποσότητες πρώτων υλών που αναλώθηκαν κ.ά.ι) «παραγωγικά έξοδα» — έξοδα που γίνονται με σκοπό τη βελτίωση τής παραγωγήςια) «παραγωγικοί συντελεστές»(οικον.) η γη, η εργασία και το κεφάλαιο, που λαμβάνονται υπ' όψιν συνολικά ή ο καθένας χωριστά στη διαδικασία τής παραγωγήςιβ) «παραγωγική κατάληξη»γλωσσ. επίθημα με την προσθήκη τού οποίου γίνεται η παραγωγή νέων λέξεωνιγ) «παραγωγικό ν»γραμμ. το ευφωνικό ν.επίρρ...παραγωγικώς και -ά1. με παραγωγικό τρόπο2. (λογ.) με την παραγωγική μέθοδο.
Dictionary of Greek. 2013.